- ξεροκοκκίνισμα
- το [ξεροκοκκινίζω]το κοκκίνισμα τού προσώπου από ντροπή, το ερύθημα τής αιδούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεροκοκκίνισμα — το, ατος το κοκκίνισμα του προσώπου από ντροπή: Τα ξεροκοκκινίσματα δεν τα ξέρει η προσωπίδα του, είναι αδιάντροπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)